-
1 τραπεζίτης
Aτράπεζα 11
):—money-changer, banker, Lys.Fr.1.1, D.36.28, 49.5, Antiph. 159.11, PEleph.10.2 (iii B. C.), etc.; οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τ. broken bankers, D.49.68.2 director of a state-bank, SIG577.17 (Milet., iii/ii B. C.), UPZ 112 ii 5 (ii B. C.), IG12(5).880.11, al. (Tenos, i B. C.).III τραπεζεῖται κύνες, = τραπεζῆες (v. τραπεζεύς), Hdn.Gr.2.356, al. [Hdn.Gr. l. c. says - ειτ- is correct in signf. 111, - ῑτ- otherwise; in signf. 1 - ῑτ- is found in IG9(1) l. c. (iv B. C.), 42(1).98.13 (Epid., iii B. C.), PEleph. l. c. (iii B. C.), PCair.Zen.176.63 (iii B. C.), - ειτ- ib. 174 (iii B. C.), SIG742.55 (Ephesus, i B. C.), etc.: prob. only - ῑτ- is correct.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζίτης
См. также в других словарях:
τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… … Dictionary of Greek